ζυγόδεσμο

ζυγόδεσμο
το (Α ζυγόδεσμον)
μακρύς σκύτινος ιμάντας με τον οποίο προσδένεται ο ζυγός πάνω στον ρυμό, στο τιμόνι, ζυγοδέτης, κν. ζυγολούρι
αρχ.
λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῡ ῥυμοῡ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ ζυγόδεσμον», Πλούτ.)
2. συν. στον πληθ. τα ζυγόδεσμα («τὰ δὲ συνάπτοντα αὐτό [τὸ ἀκρορρύμιον] τῷ ζυγῷ ζυγόδεσμα καλεῑται», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + δεσμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζυγολούρι — και ζυγόλουρο, το (Μ ζυγόλωρον) το ζυγόδεσμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + λουρί (< λώρος «λουρίδα»)] …   Dictionary of Greek

  • ζυγόδεσμος — ο (Α ζυγόδεσμος) το ζυγόδεσμο αρχ. μτφ. ο δεσμός τής αμαρτίας …   Dictionary of Greek

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”